Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
δαρδάνιος και δαρδάνειος, -α, -ον (Α)
1. ο τρωικός («δαρδάνεια μέλαθρα» — τα ανάκτορα της Τροίας)
2. το θηλ. ως ουσ. Δαρδανία (ενν. γη)
η Τροία.