κρυψώνας

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

και κρυψιώνας, ο, και κρυψώνα και κρυψιώνα, η
τόπος όπου κρύβεται ή μπορεί να κρυφτεί κάποιος, κρύπτη, κρησφύγετο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ- (πρβλ. κρύψ-ις, -κρυψ-α, αόρ. του κρύβω) + κατάλ. -ώνας (πρβλ. αμπελ-ώνας, στρατ-ώνας). Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό].