Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
μετασκευάζω κάτι και του δίνω σχήμα κυλίνδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλινδρος + -ποιώ (< ποιώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].