κυλινδροποιώ

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490

Greek Monolingual

μετασκευάζω κάτι και του δίνω σχήμα κυλίνδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλινδρος + -ποιώ (< ποιώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].