λεμβάδιον

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131

German (Pape)

[Seite 28] τό, dim. von λέμβος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεμβάδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λέμβος, Βυζ. λέξ., Λοβ. Φρύν. 74.

Greek Monolingual

λεμβάδιον, τὸ (Μ)
μικρή λέμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + υποκορ. κατάλ. -άδιον (πρβλ. κηπ-άδιον, κρε-άδιον)].