κυβεών
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A = κυβευτήριον, Tz.H.10.558.
German (Pape)
[Seite 1523] ῶνος, ὁ, = κυβεῖον, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
κυβεών: -ῶνος, ὁ, = κυβευτήριον, Τζέτζ. Ἱστ. 10, 558, 564.
Greek Monolingual
κυβεών, -ῶνος, ὁ (Μ) κύβος
το κυβευτήριον.