λεβέντης

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

Greek Monolingual

ο θηλ. λεβέντισσα και λεβέντραλεβέντης)
νεοελλ.
1. άνθρωπος νέος, ευσταλής, ωραίος και ανδρείος, παλικάρι
2. άνθρωπος με ανώτερα πνευματικά και ψυχικά προτερήματα
3. γενναιόδωρος
4. γενναίος, γενναιόψυχος
μσν.
1. πεζοναύτης του οθωμανικού στόλου
2. νέος απείθαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. levend < ιταλ. leventi «σώμα τυφεκιοφόρων ναυτών» < λεβένται, «πειρατές από την Ανατολή» (< Levante «Ανατολή». Η λ. στην ελλ. πήρε τη σημ. «νέος, ανδρείος, παληκάρι» με την άμβλυση τών αρνητικών χαρακτηριστικών και την επικράτηση τών θετικών, όπως της γενναιότητας, της τόλμης και της ευψυχίας, που χαρακτήριζαν τους Έλληνες «λεβέντες»].