λαούτο

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source

Greek Monolingual

και λαγούτο και λαβούτο, το
είδος έγχορδου μουσικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ρουμ. lăută. Κατ' άλλη άποψη, < μσν. λαοῦτον και λαβοῦτο < αραβ. al ud «ούτι». Κατά την ίδια άποψη, ο πορτογαλ. τ. alaud, από τον οποίον προήλθαν οι άλλοι ευρωπαϊκοί τύποι, όπως ισπ. laud, ρουμ. lăută, γερμ. Laute, αγγλ. lute, ιταλ. leuto, γαλλ. luth, επιβεβαιώνει την αραβική προέλευση της λέξης].