κυανάντυξ

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

German (Pape)

[Seite 1521] υγος, von dunkelblauer Rundung, οὐρανός, Synes. H. 9, 45.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνάντυξ: -υγος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κυανοῦν, βαθύχρουν θόλον, οὐρανὸς Συνεσ. Ὕμν. 9. 45.

Greek Monolingual

κυανάντυξ, -υγος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κυανό θόλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἄντυξ, -υγος «θόλος» (πρβλ. ευ-άντυξ, λευκ-άντυξ].