άντυξ
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek Monolingual
η (Α ἄντυξ, -υγος)
(Τεχνολ. -Τοπογρ.)
αρχ.
1. η περιφέρεια ή το χείλος κάθε πράγματος με κυκλικό ή καμπυλωτό σχῆμα
2. κύκλος μεταλλικός που περιέβαλλε την ασπίδα
3. ο γύρος του δίφρου που χρησίμευε για στήριγμα ή λαβή ή για την εξάρτηση των ηνίων
4. η τροχιά ενός πλανήτη ή ο κύκλος του κόσμου, το σύμπαν
5. στον πληθ. το ίδιο το άρμα
6. «ἄντυγες μηρῶν», μηροί
«ἄντυγες μαστῶν», μαστοί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αν(α)- + -τυξ < τύξ (πρβλ. τετυκείν, τεύχω). Ο τ. ακολουθεί τον ίδιο σχηματισμό με τα άμπυξ και καταίτυξ].