κωφότητα

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

η (AM κωφότης, -ητος)
κωφός
1. έλλειψη ακοής, κουφαμάρα
2. μτφ. αδιαφορία, αμέλεια («τοσαύτην κωφότητα καὶ τοσοῡτο σκότος παρ' ὑμῶν ἀπαντᾱν», Δημοσθ.)
3. μτφ. νωθρότητα
αρχ.
αδυναμία της ακοής, βαρηκοΐα.