Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
η (AM κωφότης, -ητος)
κωφός
1. έλλειψη ακοής, κουφαμάρα
2. μτφ. αδιαφορία, αμέλεια («τοσαύτην κωφότητα καὶ τοσοῡτο σκότος παρ' ὑμῶν ἀπαντᾱν», Δημοσθ.)
3. μτφ. νωθρότητα
αρχ.
αδυναμία της ακοής, βαρηκοΐα.