κωλυτήρ
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A = κωλυτής, τῶν ἀδικούντων Archyt.3; θεοὶ . . τῶν κακῶν κ. Porph. ap. Eus.PE4.9; ἀριθμὸς κ. τῶν περαιτέρω ἐπιμορίων Iamb. in Nic.p.52 P.
German (Pape)
[Seite 1543] ῆρος, ὁ, der Verhindernde, Iambl. u. a. Sp. S. κωλυτής.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῡτήρ: ῆρος, ὁ, = κωλυτής, θεοί... τῶν κακῶν κ. Πορφ. παρ. Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 147C.
Greek Monolingual
κωλυτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κωλύω
αυτός που εμποδίζει κάποιον ή κάτι, κωλυτής.