δρακοντόκομος

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρακοντόκομος Medium diacritics: δρακοντόκομος Low diacritics: δρακοντόκομος Capitals: ΔΡΑΚΟΝΤΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: drakontókomos Transliteration B: drakontokomos Transliteration C: drakontokomos Beta Code: drakonto/komos

English (LSJ)

ον,

   A with snaky locks, Nonn.D.1.18, 47.552.

German (Pape)

[Seite 664] schlangenhaarig, Giganten, Nonn. D. 1, 18; Medusa, 47, 552.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾰκοντόκομος: -ον, ἔχων κόμην ὀφιοειδῆ, Νόνν. Δ. 1. 18.

Spanish (DGE)

(δρᾰκοντόκομος) -ον
dud. adornado con serpientes δρακοντοκόμοιο δι' ἰξύος Nonn.D.35.221.

Greek Monolingual

δρακοντόκομος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαλλιά σαν φίδια.