λυδικός
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
-ή, -ό (AM λυδικός, -ή, -όν) Λυδός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυδία ή στους Λυδούς.
επίρρ...
λυδικῶς (Μ)
λυδιστί, κατά τον τρόπο τών Λυδών.