λευκοπέτηλος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A white-leaved, Poet.de herb.8.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοπέτηλος: -ον, ἔχων λευκὰ πέταλα, Ποιητὴς π. τῆς τῶν Βοταν. Δυνάμ. 8.
Greek Monolingual
λευκοπέτηλος, -ον (Α)
(για φυτό) αυτό που έχει λευκά πέταλα.