λωλός
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ λωλός, -ή, -όν)
1. τρελός, παλαβός
2. ανόητος, απερίσκεπτος
3. αφελής
4. (για γέρο) ξεμωραμένος, ξεκουτιασμένος.
επίρρ...
λωλά (Μ λωλά)
με ανόητο τρόπο, τρελά, παλαβά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της μτχ. ὀλωλώς του μέσου παρακμ. του ρ. ὄλλυμι, κατά τα δευτερόκλιτα επίθετα, με παράλληλη σίγηση του άτονου αρκτικού ο-].