λωλός

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ λωλός, -ή, -όν)
1. τρελός, παλαβός
2. ανόητος, απερίσκεπτος
3. αφελής
4. (για γέρο) ξεμωραμένος, ξεκουτιασμένος.
επίρρ...
λωλά (Μ λωλά)
με ανόητο τρόπο, τρελά, παλαβά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της μτχ. ὀλωλώς του μέσου παρακμ. του ρ. ὄλλυμι, κατά τα δευτερόκλιτα επίθετα, με παράλληλη σίγηση του άτονου αρκτικού ο-].