λευκοπύρωση
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
Greek Monolingual
η
φυσ. πυράκτωση μετάλλου με υπερθέρμανση, ωσότου αυτό αποκτήσει λευκό σχεδόν χρώμα («θερμοκρασία λευκοπύρωσης» — υψηλή θερμοκρασία στην οποία ένα μέταλλο αποκτά λευκό χρώμα όταν υποβάλλεται σ' αυτήν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοπυρῶ. Η λ., στον λόγιο τ. λευκοπύρωσις, μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστάσιο Κ. Δαμβέργη].