λευκοπύρωση

From LSJ
Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

η
φυσ. πυράκτωση μετάλλου με υπερθέρμανση, ωσότου αυτό αποκτήσει λευκό σχεδόν χρώμαθερμοκρασία λευκοπύρωσης» — υψηλή θερμοκρασία στην οποία ένα μέταλλο αποκτά λευκό χρώμα όταν υποβάλλεται σ' αυτήν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοπυρῶ. Η λ., στον λόγιο τ. λευκοπύρωσις, μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστάσιο Κ. Δαμβέργη].