ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
Ν(χρον. σύνδ.) ώς ένα χρονικό σημείο, έως ότου, ώσπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. «ἕως ὅτου»].