λιβανομάντης

From LSJ
Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht

Menander, Monostichoi, 274

Greek Monolingual

ο, θηλ. λιβανόμαντις και λιβανομάντισσα (Μ λιβανόμαντις, ὁ, ἡ)
αυτός που ασκεί μαντεία από τη διεύθυνση ή το σχήμα του καπνού του καιγόμενου λιβανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + μάντις (πρβλ. αριστό-μαντις, οιωνό-μαντις)].