ληστοδιώκτης
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
Greek Monolingual
ο (AM λῃστοδιώκτης)
ο διώκτης ληστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + διώκτης (< διώκω)].