λῃστοδιώκτης

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῃστοδῐώκτης Medium diacritics: λῃστοδιώκτης Low diacritics: ληστοδιώκτης Capitals: ΛΗΣΤΟΔΙΩΚΤΗΣ
Transliteration A: lēistodiṓktēs Transliteration B: lēstodiōktēs Transliteration C: listodioktis Beta Code: lh|stodiw/kths

English (LSJ)

λῃστοδιώκτου, ὁ, = latrunculator, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

λῃστοδιώκτης: -ου, ὁ, διώκτης λῃστῶν, Βυζ.· λῃστοδίωκτος, ον, διωκόμενος ὑπὸ λῃστῶν, Ξεν. Ἐφέσ. 1, 6, κατὰ τὸν Hemst. ἀντὶ λυσσοδίωκτος.

Greek Monolingual

ο (AM λῃστοδιώκτης)
ο διώκτης ληστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + διώκτης (< διώκω)].