λιπόθυμος

From LSJ
Revision as of 06:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που λιποθύμησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + θυμός (πρβλ. καρτερό-θυμος, οξύ-θυμος). Ο τ. πλάστηκε στους νεώτερους χρόνους προφανώς κατ' επίδραση τών αρχ. λιποθυμώ, λιποθυμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Νικ. Κοντόπουλου].