ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
τέμνω κάτι λοξά, λοξοτέμνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + -τομῶ (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. καινο-τομώ, σφυρο-τομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης του Σκαρλάτου Βυζάντιου].