λεπτόνευρος

Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ον,

   A with thin sinews, Adam.2.2 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 30] mit seinen Sehnen, Nerven, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόνευρος: -ον, ἔχων λεπτὰ νεῦρα, Ἀδαμ. Φυσιογν. 2. 1, σ. 375.

Greek Monolingual

λεπτόνευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει λεπτά νεύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο- + -νευρος (< νεῦρον), πρβλ. ά-νευρος, κατά-νευρος].