λεπτόνευρος

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόνευρος Medium diacritics: λεπτόνευρος Low diacritics: λεπτόνευρος Capitals: ΛΕΠΤΟΝΕΥΡΟΣ
Transliteration A: leptóneuros Transliteration B: leptoneuros Transliteration C: leptonevros Beta Code: lepto/neuros

English (LSJ)

λεπτόνευρον, with thin sinews, Adam.2.2 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 30] mit seinen Sehnen, Nerven, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόνευρος: -ον, ἔχων λεπτὰ νεῦρα, Ἀδαμ. Φυσιογν. 2. 1, σ. 375.

Greek Monolingual

λεπτόνευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει λεπτά νεύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο- + -νευρος (< νεῦρον), πρβλ. άνευρος, κατά-νευρος].