λιτροπώλης
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
ου, ὁ,
A seller of λίτρον, IG22.1673.22 (iv B. C.).
Greek Monolingual
λιτροπώλης, ὁ (Α)
πωλητής λίτρου, νίτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρον «νίτρον» + -πώλης (< πωλῶ)].