Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
μειρακίζω (ΑM) μείραξ
μσν.
παριστάνω τον έφηβο
αρχ.
(το μέσ.) μειρακίζομαι
(για νέο) μεταβαίνω από την παιδική ηλικία στην ηλικία τών μειρακίων, γίνομαι μειράκιο, γίνομαι έφηβος.