μαλακόσωμος
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
ον,
A effeminate, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr.7.113.
Greek Monolingual
μαλακόσωμος, -ον (Α)
θηλυπρεπής, γυναικωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + σῶμα.