Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
ματαιοφρονῶ, -έω (Α) ματαιόφρωνσκέπτομαι άσκοπα και ανόητα, ματαιοδοξώ.