Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστοςἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Menander, Monostichoi, 501
Greek Monolingual
μονόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α) αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, ο μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ.<μον(ο)- + -χρους (< -χρόος<χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ.ερυθρό-χρους, πολύ-χρους].