διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
-η, -ο
(για καρπό) αυτός που περικλείει ένα μόνο σπέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μονοσπέρματος < μον(ο)- + σπέρμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Γ. Ορφανίδη].