ακατανέμητος

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατανέμητος, -ον) κατανέμω
όποιος δεν έχει κατανεμηθεί ή δεν μπορεί να κατανεμηθεί, να διαμοιραστεί
αρχ.
«ἀκατανέμητοι νομοί» — λιβάδια, στα οποία δεν έχουν βοσκήσει ζώα.