ἀκέαστος

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκέαστος Medium diacritics: ἀκέαστος Low diacritics: ακέαστος Capitals: ΑΚΕΑΣΤΟΣ
Transliteration A: akéastos Transliteration B: akeastos Transliteration C: akeastos Beta Code: a)ke/astos

English (LSJ)

ον,

   A = ἄκλαστος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέαστος: -ον, (κεάζω), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σχίσῃ ἢ χωρίσῃ, Γρηγ. Ναζ. «ἀκέαστος, ἄκλαστος», Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ον indivisible Gr.Naz.M.37.404, Hsch.

Greek Monolingual

ἀκέαστος, -ον (Α) κεάζω
αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χωριστεί, ο αδιαίρετος
«ἀκέαστος φύσις» < Γρηγ. Ναζ. IΙΙ, 404 Α, 414 Α).