ακρασία
Greek Monolingual
(I)
η (Α ἀκρασία) ἄκρατος
κακή, ανθυγιεινή μίξη και κυρίως κακή σύσταση τών χυμών του σώματος, δυσκρασία
αρχ.
η μη υγιεινή σύσταση του αέρα, νοσηρό, ανθυγιεινό κλίμα.———————— (II)
ἀκρασία, η (Α)
η ακράτεια.———————— (III)
ἀκρασία, η (Μ)
έλλειψη κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ουσ. κρασί, με επίδραση της λ. ἀφαγία.