ακονόπετρα
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Greek Monolingual
ή ακονόλιθος τεχνολ.
φυσική ή τεχνητή πέτρα που χρησιμοποιείται για το ακόνισμα κοπτικών εργαλείων.