ακτινομετρώ
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Greek Monolingual
(-άω) ακτινόμετρο
υπολογίζω, μετρώ την ηλιακή ακτινοβολία με τη βοήθεια του ακτινομέτρου.