δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
η (Α ἀκρώρεια)άκρη, κορυφή ή πλαγιά βουνού(AM) το άκρον άωτον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + ὄρος.ΠΑΡ. αρχ. ἀκρωρεῖται].