ἀκρώρεια
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
ἡ, (ὄρος) mountain ridge, X.HG7.2.10, Theoc.25.31, Hp.Ep.10, Timae.94, Plb.24.6.5.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 cumbre, cima ὀρῶν Hp.Ep.10, X.HG 7.2.10, Timae.30, Call.Dian.224, Plb.3.47.4, 23.8.6, Plu.Tim.27, Alciphr.2.10.2, glosa a Hom. en POxy.3206.10.
2 fig. sublimidad, colmo de excelencia Hippol.Haer.7.26.9, Origenes Cels.6.44.
German (Pape)
[Seite 85] ἡ, Bergspitze, Xen. Hell. 7, 2, 10; Theocr. 25, 31; Sp., wie Pol.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sommet d'une montagne.
Étymologie: ἄκρος, ὄρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκρώρεια -ας, Ion. ἀκρωρείη -ης, ἡ ἄκρος, ὄρος bergtop; ook als naam van een bergtop in Sicyon.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρώρεια: ἡ вершина горы Xen., Theocr., Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρώρεια: ἡ, (ὄρος) ἡ ἄκρα, ἤτοι ἡ ῥάχις ἢ ἡ κορυφὴ ὄρους, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 10, Θεόκρ.25. 31, κτλ.
Greek Monolingual
η (Α ἀκρώρεια)
άκρη, κορυφή ή πλαγιά βουνού
(AM) το άκρον άωτον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + ὄρος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρωρεῖται].
Greek Monotonic
ἀκρώρεια: ἡ (ὄρος), βουνοκορφή, σε Ξεν., Θεόκρ.
Middle Liddell
ὄρος
a mountain-ridge, Xen., Theocr.
Mantoulidis Etymological
(=κορυφή τοῦ βουνοῦ). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: ἄκρος + ὄρος.