ακτινόλιθος

Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (Ορυκτολ.)
ορυκτό της ομάδας τών αμφιβόλων. Ανήκει στην ισόμορφη σειρά τρεμολίτου-ακτινολίθου που αποτελείται από ινοπυριτικά άλατα ασβεστίου, μαγνησίου και σιδήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ακτίς (-ίνα) + λίθος, πρβλ. αγγλ. actinolite].