άκτιστος
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
Greek Monolingual
και άχτιστος, -η, -ο (AM ἄκτιστος, -ον)
νεοελλ.
(για οικοδομήματα) αυτός που δεν χτίστηκε ή δεν μπορεί να χτιστεί
αρχ.
αδημιούργητος
μσν.
«ἄκτιστον φῶς» το λαμπρότατο φως, το οποίο περιβάλλει τους Ησυχαστές, όταν βρίσκονται σε έκσταση
θεωρείται ως το αδημιούργητο θείο φως, που περιέχυσε τον Ιησού στο όρος Θαβώρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κτιστός < κτίζω.