αλαφρόκαρδος
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που έχει ελαφριά την καρδιά, αμέριμνος, ξένοιαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο- + καρδιά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροκαρδιά].
-η, -ο
αυτός που έχει ελαφριά την καρδιά, αμέριμνος, ξένοιαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο- + καρδιά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροκαρδιά].