αλαφρόκαρδος

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει ελαφριά την καρδιά, αμέριμνος, ξένοιαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλαφρο- + καρδιά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροκαρδιά].