αλαφρόκαρδος
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που έχει ελαφριά την καρδιά, αμέριμνος, ξένοιαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλαφρο- + καρδιά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροκαρδιά].