ξένοιαστος

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Greek Monolingual

και ξέγνοιαστος και ξέννοιαοτος, -η, -ο ξενοιάζω
απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, ήσυχος.