αλέξανδρος

From LSJ
Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand

Menander, Monostichoi, 240

Greek Monolingual

ἀλέξανδρος, -ον (Α)
1. αυτός που υπερασπίζει τους άνδρες
2. (το θηλυκό) ως επίθετο της Ήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέξω «υπερασπίζω» + -ἀνδρὸς < ἀνήρ.