Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλευρογυρίζω

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

1. κυλώ κάτι μέσα σε αλεύρι, για να το τηγανίσω, αλευρώνω
2. ρίχνω και κυλώ κάποιον στο χώμα
3. τριγυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + γυρίζω].