Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
ἁλιπλήξ (-ῆγος), ο, η (Α)ο ἁλίπληκτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -πληξ < πλήσσω «χτυπώ»].