αλληθωρίζω
Greek Monolingual
(και μτφ.) είμαι αλλήθωρος, βλέπω λοξά, στραβίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλήθωρος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληθώρισμα, αλληθωρισμός].
(και μτφ.) είμαι αλλήθωρος, βλέπω λοξά, στραβίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλήθωρος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληθώρισμα, αλληθωρισμός].