αλληθωρίζω
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
Greek Monolingual
(και μτφ.) είμαι αλλήθωρος, βλέπω λοξά, στραβίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλήθωρος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληθώρισμα, αλληθωρισμός].