Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλλόδοξος

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλλόδοξος, -ον) νεοελλ.
1. οπαδός άλλης θρησκείας, αλλόθρησκος
2. οπαδός άλλου θρησκευτικού δόγματος, ετερόδοξος
αρχ.
1. αυτός που έχει διαφορετική ή σφαλερή αντίληψη για κάτι
2. οπαδός άλλης σχολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -δοξος < δόξα.
ΠΑΡ. αλλοδοξία, αλλοδοξώ (-έω)].