αλάνθαστος
From LSJ
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
-η, -ο λανθάνω
1. αυτός που δεν περιέχει λάθη, αλάθευτος, άσφαλτος, σωστός
2. αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, αλάθητος, αναμάρτητος.