γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ἁλίζωνος, -ον (Μ)αυτός που περιζώνεται, που περιβρέχεται από θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ζωνος < ζώνη.